-
1 σκευο-ποιέω
σκευο-ποιέω, häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηϑῆναι ὑπὸ πρώτου τοῠ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῠντα τὸ πρᾶγμα u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαϑήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
-
2 σκευοποιέω
σκευο-ποιέω, Gerätschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten. Übh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen, Betrügerischen; dah. σκευοποιεῖν διαϑήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben
См. также в других словарях:
σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek